Στις τρεις και κάτι εβδομάδες της προεκλογικής περιόδου κάθε κόμμα θα αναπτύξει τα επιχειρήματά του, θα αναδείξει το διακύβευμα και θα θέσει τα διλήμματα της εκλογικής αναμέτρησης. Όποια πολιτική δύναμη καταφέρει να συγκροτήσει ένα ρεαλιστικό αφήγημα για τη χώρα θα προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία και στον εαυτό της και στη χώρα. Από την αφετηρία της προεκλογικής περιόδου, ωστόσο, φαίνεται να υπάρχουν ορισμένα δεδομένα που θα διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην έκβαση της
 



εκλογικής αναμέτρησης.
 
Πρώτον, για πρώτη φορά από το 2010 ο φόβος και η κινδυνολογία ενός Grexit, που αποτέλεσαν το βασικό όπλο της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες προεκλογικές περιόδους, έχουν βγει από τη μέση με την υπογραφή της τριετούς συμφωνίας με τους δανειστές. 
Ο ΣΥΡΙΖΑ, πλέον, με τις επιλογές του έχει διώξει από πάνω του την όποια σκιά αντιευρωπαϊκής δύναμης και, αντιθέτως, έχει αναδειχθεί σε εγγυητή της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας.
 
Δεύτερον, παρά τα λάθη τακτικής ή απειρίας κατά την εξάμηνη διαπραγμάτευση, έδειξε -μάλλον πειστικά- ότι είναι η μόνη πολιτική δύναμη που μπορεί να τραβήξει αυτή τη διαπραγμάτευση στα άκρα επιτυγχάνοντας το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για τη χώρα χωρίς να ρισκάρει κάποιο "ατύχημα". 
Τρεις σύνοδοι κορυφής και πάνω από 10 Eurogroup για την Ελλάδα το μαρτυρούν.
 
Τρίτον, η εξάμηνη διαπραγμάτευση απέδειξε πως στο ελληνικό ζήτημα, όπως και στη συντριπτική πλειονότητα των ζητημάτων, δεν υπάρχουν μονόδρομοι. 
Οι επιλογές είναι περισσότερες της μιας, αλλά στην περίπτωσή μας "εναλλακτική" επιλογή είναι μόνο η έξοδος από το ευρώ, συντεταγμένη ή άτακτη. 
Το αν αυτή η "εναλλακτική" επιλογή ήταν καλύτερη από τη συμφωνία ή θ είχε λιγότερες συνέπειες για τους πολίτες γενικώς και τα οικονομικά ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα ειδικώς θα το κρίνει ο λαός.

Τέταρτον, ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να ζητήσει από τον λαό, ο οποίος του ανέθεσε τον περασμένο Ιανουάριο μια αποστολή και στο δημοψήφισμα τον στήριξε στην προσπάθεια για μια "καλύτερη συμφωνία" από εκείνη που προσφερόταν τη συγκεκριμένη στιγμή, μια ισχυρή εντολή για να ολοκληρώσει το έργο που ξεκίνησε και βρίσκεται στη μέση: να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις απαλλαγής από τον έλεγχο των δανειστών και ανασυγκρότησης της χώρας.
Αυτό μπορεί να συμβεί αρκετά νωρίτερα από την τριετία που προβλέπει η συμφωνία, αν το πρόγραμμα, περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων για το χρέος -που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση-, αποδειχθεί πράγματι "εμπροσθοβαρές". 

Το ερώτημα που εν τέλει τίθεται είναι: Ποιος μπορεί "να τελειώσει τη δουλειά"; 
Αυτός που την άρχισε με τη στήριξη του λαού ή όσοι είτε την αμφισβητούν είτε την απορρίπτουν;